- νυκτοπλοϊκός
- νυκτο-πλοϊκός, ή, όν,A given to sailing by night, Str.Chr.16.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοπλοϊκός — νυκτοπλοϊκός, ή, όν (Α) [νυκτοπλοώ] αυτός που τού αρέσει να πλέει τη νύχτα … Dictionary of Greek